Της Μαρίας Περιστεροπούλου, εκπ/κού της Γ΄ ΕΛΜΕ-Θ
«46Η είναι η Ελλάδα στον προηγούμενο διαγωνισμό PISA, αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος,
άχρηστοι οι μαθητές και οι καθηγητές» μας εγκαλούν μεγαλόστομα οι σχετικοί
τίτλοι εφημερίδων. Πριν τους καλέσουμε να παρουσιάσουν τα εκπαιδευτικά (και
κοινωνικά) συστήματα των χωρών που πρώτευσαν (Σιγκαπούρη και Χονγκ Κονγκ, όπου
οι μικροί μαθητές οδηγούνται στα άκρα λόγω της πίεσης που τους ασκείται και του
άκρατου ανταγωνισμού), ας τους θυμίσουμε και κάποιους άλλους αριθμούς: 4,1% του
ΑΕΠ δαπανά η χώρα για την εκπαίδευση (τρίτη χώρα από το τέλος, με τελευταίες τη
Σλοβακία και τη Βουλγαρία), με την πρόβλεψη για το 2015 να πέφτει στο 2,23 του ΑΕΠ, μείωση μισθών έως
και 45% για τον πρωτοδιόριστο, 30.000 λιγότεροι εκπαιδευτικοί στη β/θμια
εκπαίδευση, μηδενικές προσλήψεις, εκδίωξη 20000 μαθητών από τα ΕΠΑΛ, 12,09% των
νέων ηλικίας 15-19 εκτός δομών Εκπαίδευσης, Κατάρτισης ή Μαθητείας.
Αυτοί είναι για εμάς οι αριθμοί που μας στοιχειώνουν. Αυτή είναι η Εκπαίδευση των Διεθνών Οργανισμών και των εμπειρογνωμόνων, των μεσοπρόθεσμων και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, της ΕΕ, του ΔΝΤ και του κεφαλαίου.
Και απέναντι σε αυτά που ήρθαν, αλλά και σε όσα με βία έρχονται εμείς πρέπει να προτάξουμε το δικό μας όραμα για ένα σχολείο των όλων και των ίσων, ενιαίο και 12χρονο, δημόσιο και δωρεάν, όπου η γνώση θα απελευθερώνει και δε θα οδηγεί μόνο στην κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει, μα και στην αλλαγή του.
Η κυβέρνηση ακροβατώντας πάνω στην αυταπάτη ότι
είναι εφικτή μεν μια άλλη φιλολαϊκή πολιτική, αλλά εντός του πλαισίου της ΕΕ
και της κυριαρχίας του κεφαλαίου, ανακοινώνει ότι θα συνεργαστεί με τον ΟΟΣΑ, «αξιοποιώντας
την τεχνογνωσία του …στην εφαρμογή του προγράμματός της». Ας
θυμηθούμε, λοιπόν, τις προτάσεις του σε
όλες τις κυβερνήσεις από το 1995 ως σήμερα στην εκπαίδευση: κατάργηση της επετηρίδας (άρση, δηλαδή, της ισχύουσας μέχρι τότε σύνδεσης
πτυχίου – επαγγελματικής αποκατάστασης), ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων (προϋπόθετε
την αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος και απεφεύχθη κάτω από την πίεση
ενός μεγαλειώδους φοιτητικού κινήματος), αποκέντρωση της εκπαίδευσης με
μεταφορά μεγάλου μέρους της ευθύνης για
τη λειτουργία των σχολείων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, με συμμετοχή συλλόγων γονέων
και τοπικών επιχειρήσεων, συγχωνεύσεις και καταργήσεις σχολείων, σταδιακή
επιβολή διδάκτρων στον προπτυχιακό κύκλο σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση και
εμπορευματοποίηση της έρευνας των πανεπιστημίων, γενίκευση των διδάκτρων στις
μεταπτυχιακές σπουδές και τόσα άλλα.
Το 2011 ο
ΟΟΣΑ με την έκθεση, με το φαινομενικά
αθώο τίτλο :«Mαθητές με υψηλή απόδοση και
επιτυχημένοι μεταρρυθμιστές στην εκπαίδευση»,
εντοπίζει ως βασικό πρόβλημα την έλλειψη «ανταγωνισμού» και «αποδοτικότητας». Τι προτείνει; Συγχωνεύσεις-
καταργήσεις μη «αποδοτικών» σχολικών μονάδων, αύξηση των ωραρίου των
εκπαιδευτικών (καθώς το κόστος των μονάδων είναι υψηλό), αύξηση του αριθμού των
μαθητών στην τάξη. Αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο με τράπεζα θεμάτων,
αυτοαξιολόγηση των μονάδων και εξωτερική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου,
και βέβαια αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που προοπτικά μπορεί να οδηγήσει και
στην
απόλυση (ύστερα από αποτυχημένες αξιολόγήσεις). Κι αφού οι δεξιότητες (όχι
οι γνώσεις, όχι η μόρφωση) πιστοποιηθούν «αντικειμενικά», σε εθνικό επίπεδο, τα
«καλά» σχολεία θα χρηματοδοτηθούν αναλόγως και οι γονείς-πελάτες θα επιλέξουν
αυτά για να φοιτήσουν τα παιδιά τους. Άλλωστε, στο Νέο Σχολείο που
οραματίζονται, «τα χρήματα ακολουθούν το μαθητή» και η χρηματοδότησή τους θα
είναι ανάλογη των εγγραφών σε αυτά. Το «Νέο Σχολείο» οφείλει, τελικά, όχι μόνο
να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του κεφαλαίου και της αγοράς, αλλά και να
υιοθετήσει στο εσωτερικό του τις ίδιες αρχές επιχειρηματικότητας και αγοραίου
ανταγωνισμού.
Διαγωνισμός PISA : τι μετρά, γιατί και για ποιον ;
Οι προτάσεις
του ΟΟΣΑ ανατροφοδοτούνται με μια σειρά διαγωνισμών και διεθνών τεστ, που
δεν καλούνται απλώς να κατατάξουν τις χώρες που συμμετέχουν σε μια πασαρέλα
εκπαιδευτικών συστημάτων, αλλά να παρέμβουν στο περιεχόμενο των σχολικών
προγραμμάτων: διεθνής μαθητικός διαγωνισμός PISA (Programme for International Student Assessment)
για 15χρονους μαθητές, PIAAC για την καταγραφή δεξιοτήτων
στις ηλικίες 16- 65 χρόνων. Περισσότερες από 70 χώρες αντιπροσωπεύονται στον PISA, στον οποίο η Ελλάδα συμμετέχει
από το 2000. Φέτος πήραν μέρος 231 δημόσια και ιδιωτικά Γυμνάσια, Γενικά και
Επαγγελματικά Λύκεια. Η επιλογή των
σχολείων γίνεται με στρωματοποιημένη δειγματοληψία και το συνολικό αναμενόμενο
δείγμα μαθητών αγγίζει τους 6300. Για
πρώτη φορά φέτος η συμμετοχή των σχολείων που επελέγησαν ήταν υποχρωτική, με
εντολή του Υπουργείου (της Αριστεράς). Για να συμμετέχει η χώρα μας στο
διαγωνισμό πληρώνει περίπου 400.000 ευρώ σε τρία χρόνια.
Τα γνωστικά
πεδία που διερευνώνται είναι τα Μαθηματικά, οι Φυσικές Επιστήμες, η κατανόηση κειμένου
και (από φέτος) η συνεργατική επίλυση προβλήματος (back to basics, δηλαδή). Ή, για
να είμαστε πιο ακριβείς, οι δεξιότητες στα πεδία αυτά. Αυτό σημαίνει πως η εκπαίδευση του μαθητή θα πρέπει να
είναι στραμμένη σε χρηστικές και επικοινωνιακές δεξιότητες για την καθημερινή
και επαγγελματική του ζωή, σε βάρος της γενικής μόρφωσης. Γιατί, το σύνολο των
δεξιοτήτων (μετρήσιμων ως προς την ποσότητά τους) θα καθορίσει και τη
μελλοντική εργασιακή απασχόληση των αποφοίτων, όπως επισημαίνεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ (Education at a Glance, 2014). Με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τα συνδέει όλα αυτά ο Nico Hirt, στο άρθρο του «Οι
δεξιότητες απειλούν τη γνώση»: «Ο
εργαζόμενος στον μπουφέ του μπαρ μιας διεθνούς αμαξοστοιχίας πρέπει να μπορεί
να επικοινωνεί υποτυπωδώς σε διάφορες γλώσσες, να διαθέτει ικανότητες
αριθμητικών υπολογισμών, ένα ελάχιστο υπόβαθρο τεχνολογικών, αριθμητικών και
επιστημονικών γνώσεων ώστε να χειρίζεται τα διάφορα εργαλεία (φούρνος
μικροκυμάτων, βραστήρας, ταμειακή μηχανή, μηχάνημα ανάγνωσης πιστωτικών καρτών,
ψυγείο, μικροφωνικό σύστημα ανακοινώσεων...). Επίσης, πρέπει να επιδεικνύει
κοινωνικές και επικοινωνιακές δεξιότητες στις επαφές του με πελάτες πολύ
διαφορετικούς μεταξύ τους, να παίρνει πρωτοβουλίες, να ενδιαφέρεται για την
επιχείρηση και να είναι ευέλικτος (λόγω των ωραρίων και των απρόοπτων συμβάντων
στα τρένα)».
Το δικαίωμα,
επομένως, στην εργασία για τους εμπειρογνώμονες των οργανισμών αυτών γίνεται
μια καθαρά ατομική υπόθεση που εξαρτάται μόνο από το οπλοστάσιο δεξιοτήτων,
αθωώνοντας τις πολιτικές της ΕΕ των 20.000.000
ανέργων.
Αυτοί είναι για εμάς οι αριθμοί που μας στοιχειώνουν. Αυτή είναι η Εκπαίδευση των Διεθνών Οργανισμών και των εμπειρογνωμόνων, των μεσοπρόθεσμων και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, της ΕΕ, του ΔΝΤ και του κεφαλαίου.
Και απέναντι σε αυτά που ήρθαν, αλλά και σε όσα με βία έρχονται εμείς πρέπει να προτάξουμε το δικό μας όραμα για ένα σχολείο των όλων και των ίσων, ενιαίο και 12χρονο, δημόσιο και δωρεάν, όπου η γνώση θα απελευθερώνει και δε θα οδηγεί μόνο στην κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει, μα και στην αλλαγή του.